- ξενικῶς
- ξενικόςofadverbialξενικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξενικός — ή, ο (ΑΜ ξενικός, ή, όν, Α και ξενικός, όν ιων. τ. ξεινικός, ή, όν) [ξένος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ξένους, ο σχετικός με τους ξένους (α. «ξενικά ήθη και έθιμα» β. «ξενικόν νόμισμα», Πλάτ.) 2. αυτός που προέρχεται από ξένη χώρα,… … Dictionary of Greek
έκφυλος — η, ο (AM ἔκφυλος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που έχει αλλοιωμένη φυσική, πνευματική ή ηθική ατομικότητα («πνευματικά ἔκφυλος») 2. αυτός που πάσχει από διαστροφή τού σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην παρά φύση ασέλγεια 3. ο ηθικά διεφθαρμένος,… … Dictionary of Greek